σπόρκα

σπόρκα
τα, Ν
το λοιμοκαθαρτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sporco].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπόρκος — α, ο, Ν 1. (για ναυτιλιακά έγγραφα) σκάρτος, ελλιπής, μη καθαρός, που δεν είναι εν τάξει («έχει σπόρκα τα χαρτιά του» δεν έχει εν τάξει τα χαρτιά του και συνεπώς δεν μπορεί να έχει ελεύθερη επικοινωνία) 2. φρ. «τά βρήκε [ή τού ήρθαν] σπόρκα»… …   Dictionary of Greek

  • Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”